Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δαγκανιά — η [δαγκάνω] 1. το δάγκωμα 2. η δαγκωματιά … Dictionary of Greek
δαγκανιά — η βλ. δαγκωνιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)